ἔροτις

ἔροτις
ἔροτις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έροτις — ἔροτις, ἡ (Α) εορτή, πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος* και εορτή*] …   Dictionary of Greek

  • ἔροτιν — ἔροτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-11, u̯erǝ- —     u̯er 11, u̯erǝ     English meaning: friendship; trustworthy, true     Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)”     Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”